σπαταλῶντα

σπαταλῶντα
σπαταλάω
live softly
pres part act neut nom/voc/acc pl
σπαταλάω
live softly
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπαταλώ — σπαταλῶ, άω, ΝΜΑ [σπατάλη] νεοελλ. δαπανώ, ξοδεύω ασυλλόγιστα, χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ («σπατάλησε την περιουσία τού πατέρα του στα χαρτιά») μσν. αρχ. ζω άσωτη, ακόλαστη ζωή («ἡ δὲ σπαταλῶσα ζῶσα τέθνηκε», ΚΔ) αρχ. φρ. «τὰ σπαταλῶντα τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”